- ευάμερος
- εὐάμερος, -ον (Α)δωρ. τ., βλ. ευήμερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐάμερος — εὐά̱μερος , εὐήμερος of a fine masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… … Dictionary of Greek